- Τυρρηνός
- και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοίοι κάτοικοι τής Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].
Dictionary of Greek. 2013.